- λογοκοπώ
- (ε) αμετ. болтать, заниматься болтовнёй, пустословием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογοκοπώ — (Μ λογοκοπῶ, έω) νεοελλ. είμαι λογοκόπος, λέω κενές μεγαλοστομίες μσν. επαναλαμβάνω γνωστά, τετριμμένα, κοινά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ρησικοπώ — έω, Α λογοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήσις + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] … Dictionary of Greek